Υλικό: Χαλκός
Διαστάσεις: Ύψ. 1,96 μ.
Προέλευση: Ναυάγιο Αντικυθήρων. Από την ανέλκυση των ετών 1900-1901
Χρονολόγηση: Περί τα 340-330 π.Χ.
Χώρος έκθεσης: Αίθουσα 28, αρ. ευρ.: Χ 13396
Συμπληρώσεις έχουν γίνει στη βάση του λαιμού, στον αριστερό ώμο, στην περιοχή του θώρακα, του υπογαστρίου και στο άνω μέρος των γλουτών. Επιδιόρθωση έχει γίνει στον εξωτερικό αστράγαλο του αριστερού σκέλους. Λείπουν τα αντικείμενα που έφερε κάποτε στα χέρια και οι άλλοτε ένθετες ίριδες των ματιών.
Το άγαλμα συγκολλήθηκε για πρώτη φορά το 1901 από τον Έλληνα γλύπτη Π. Καλούδη. Μία δεύτερη ανεπιτυχής προσπάθεια έγινε το 1902 από τον Γάλλο γλύπτη Αl. Andre. Το τελικό αποτέλεσμα της ανασύστασής του οφείλεται σε ομάδα ειδικών, στην οποία συμμετείχαν οι γλύπτες Α. Παναγιωτάκηςκαι συμβουλευτικά ο Ν. Περαντινός, ο αρχιτεχνίτης Ι. Μπάκουλης, ο ζωγράφος Α. Κοντόπουλος και ο χημικός Β. Ζήσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η εργασία, που διήρκεσε από το 1947 έως το 1953, ήταν υπό την εποπτεία και τη συνεχή καθοδήγηση του τότε διευθυντή του Μουσείου, Χρ. Καρούζου.
Ο νεαρός, γυμνός άνδρας παριστάνεται όρθιος, κατενώπιον. Στηρίζεται με ολόκληρο το πέλμα στο αριστερό σκέλος, ενώ το δεξί, λυγισμένο στο γόνατο, φέρεται λοξά προς τα δεξιά και πίσω ακουμπώντας με τα δύο εσωτερικά ακροδάχτυλα στο έδαφος. Ανασηκώνει και προβάλλει διαγώνια το δεξί χέρι, ενώ έχει το αριστερό, χαμηλωμένο, χαλαρό, αρκετά κοντά στο σώμα. Στρέφει έντονα την κεφαλή προς την πλευρά του άνετου σκέλους, χωρίς να επικεντρώνει το βλέμμα προς το αντικείμενο που έφερε κάποτε στο δεξί χέρι. Η κοντή κόμη οργανώνεται σε κυματοειδείς αλληλοκαλυπτόμενους βοστρύχους, αποδοσμένους με ιδιαίτερη λεπτομέρεια και πλαστικότητα.
Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» έχει ερμηνευτεί κατά καιρούς ως Απόλλωνας, «Λόγιος» Ερμής που κρατά κηρύκειο και ρητορεύει, Ηρακλής με ρόπαλο ή λεοντή, νικητής αθλητής που φέρει ως έπαθλο σφαιρικό ληκύθιο, σφαίρα, στεφάνι, φιάλη ή μήλο. έχει μάλιστα θεωρηθεί ακόμη και επιτύμβιο άγαλμα νέου.
Η πλειοψηφία των μελετητών διχάζεται ανάμεσα σε δύο επικρατέστερες απόψεις. Η πρώτη, που διατυπώθηκε αρχικά από τον Ι. Σβορώνο, ταυτίζει τη μορφή με τον Αργείο ήρωα Περσέα, που επιδείκνυε με το δεξί χέρι την κεφαλή της Μέδουσας Γοργούς, κρατώντας τη από τα μαλλιά, ενώ στο άλλο θα κρατούσε τη χαλύβδινη άρπη με την οποία την αποκεφάλισε. Η ερμηνεία αυτή βασίστηκε σε ανάλογες παραστάσεις σε αγγεία, αλλά κυρίως σε νομίσματα και δακτυλιόλιθους του Άργους των ρωμαϊκών χρόνων. Απουσιάζουν, ωστόσο, από το γλυπτό απαραίτητα προσδιοριστικά στοιχεία, όπως η χλαμύδα, τα φτερωτά σανδάλια και η μαγική κυνή του Άδη, που καθιστούσε τον ήρωα αόρατο.
Η δεύτερη άποψη, που διατυπώθηκε αρχικά από τον Β. Στάη, ταυτίζει τον Έφηβο με τον Τρώα πρίγκηπα Πάρη, που κρατούσε στο προτεταμένο δεξί χέρι το μήλον της Έριδος και στο αριστερό το τόξο-σύμβολο του φόνου του Αχιλλέα. Η δεύτερη ερμηνεία συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την πολύπλευρη φύση του Πάρη, ως κριτή των θεαινών, εραστή της Ελένης και δολοφόνου του Αχιλλέα, και βρίσκει έρεισμα στην περιγραφή του Πλινίου (ΝΗ ΧΧΧIV 77) για ένα άγαλμα του Πάρη, που ήταν έργο του γλύπτη Ευφράνορα. Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, η απουσία βασικών προσδιοριστικών στοιχείων του ήρωα, όπως του δόρατος, της χλαμύδας και του φρυγικού πίλου.
Το άγαλμα, που θεωρείται σήμερα κατά κοινή ομολογία πρωτότυπο, χρονολογείται στη δεκαετία 340-330 π.Χ. Η απόδοσή του, ωστόσο, σε συγκεκριμένο καλλιτέχνη διχάζει τους ερευνητές. Κάποιος καλλιτέχνης του κύκλου του Πάριου γλύπτηΣκόπα ή ο Κορίνθιος στην καταγωγή γλύπτης Ευφράνορας, του οποίου όμως τα έργα χαρακτηρίζονται για τις αττικές τους επιρροές, συγκαταλέγονται μεταξύ των υποψηφιοτήτων. Η πλειοψηφία πάντως των ερευνητών, που θεωρεί τον «Έφηβο των Αντικυθήρων» έργο της αργειοσικυώνιας σχολής των συνεχιστών του Πολύκλειτου, προτιμά να τον αποδίδει στον ΣικυώνιοΚλέωνα, γλύπτη της «τρίτης γενιάς» καλλιτεχνών της σχολής, στην «πορεία προς τον Λύσιππο».
Βιβλιογραφία: Ι.N. Σβορώνος, Το εν Αθήναις Εθνικόν Μουσείον. Ο θησαυρός του ναυαγίου των Αντικυθήρων, Αθήναι 1903, Τόμος Α΄, 20-28, αρ. 1, πίν. Ι-ΙΙ. Β. Στάης, Τα εξ Αντικυθήρων ευρήματα: Χρονολογία, προέλευσις, χαλκούς έφηβος, Αθήνησιν 1905, 51-66. Χρ. Καρούζος, Χρονικόν της ανασυστάσεως του χαλκίνου Νέου των Αντικυθήρων, ΑΕ 1969, 59-79. P.C. Bol, Die Skulpturen des Schiffsfundes von Antikythera, Berlin 1972, 18-24, πίν. 6-9. C. Maderna, Die letzten Jahrzehnte der spatklassischen Plastik, στον τόμο: P.C. Bol (επιμ.), Die Geschichte der antiken Bildhauerkunst II: Klassische Plastik, Mainz am Rhein 2004, 320-321, 353, 359, 368, εικ. 293a-e.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου